ἀδροβεργίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδροβεργίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀδροβεργίδα ἡ, ἀdρουβιργίδα Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ α’ συνθετ. ἀγνώστου καὶ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βεργίδα.
Σημασιολογία
Παγίς, διὰ τῆς ὁποίας συλλαμβάνονται πτηνά. Συνίσταται δὲ ἡ παγὶς αὕτη ἐκ βέργας, τῆς ὁποίας τὸ μὲν ἓν ἄκρον στηρίζεται. στερεῶς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, τὸ δὲ ἄλλο ἄκρον κάμπτεται, λυγίζεται πρὸς τὰ κάτω, ἔχει δὲ προσδεδεμένον λεπτὸν σχοινίον ἐσκευασμένον εἰς βρόχον, ὅστις συλλαμβάνει ἐκ τοῦ λαιμοῦ τὰ πτηνά. Συνών. βρόχι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA