ἀδρολύκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδρολύκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁδρολύκωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀdρελύκωτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δρολυκωτὸς<δρολυκώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καταποθείς, ὁ μὴ καταβροχθισθείς: Τρεῖς ὧρες εἶναι ποῦ τὸ πίνει κ’ εἶν᾿ ἀdρελύκωτ’ ἀκόμα τὸ μισό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA