ἀγριόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριόχορτο τό, κοιν. ἀgριγιˬόχορτο Κρήτ. ἀγριόχορτου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. χόρτο.
Σημασιολογία
Ἀγριοχόρταρο, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἐφέτος ἔβρεξε ᾿νωρίς καὶ θὰ φυτρώσουν πολλὰ ἀγριόχορτα κοιν. Ξεπάτωσε τ᾽ ἀgριγιˬόχορτα ἀποὺ τὸ χωράφι κ’ ὕστερα σπεῖρε το Κρήτ. Πβ. ἀγριορραδίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA