ἁδροπετσιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁδροπετσιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁδροπετσιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁδρόπετσος.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι τραχὺς κατὰ τὴν ἐπιδερμίδα: Ἁδροπετσιάσανε τὰ μοῦτρα μου-τὰ χέριˬα μου. Ἁδραπέτσιˬασεν ἡ κακομοίρα ἀπὸ τὴ gακοπάθησι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA