ἁδροπολογοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁδροπολογοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁδροπολογοῦμαι ἀμάρτ. ἁδροπολοοῦμαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἁδρὰ καὶ τοῦ ρ. ἁπολογοῦμαι.

Σημασιολογία

Ἀπαντῶ μεγαλοφώνως. προκλητικῶς, ὀργίλως: Ἐγιώ συντυχάν-νω σου χαμηλὰ χαμηλά, ἐσοὺ εἶντα ἁδροπολοέσαι, γυρεύκεις καφκᾶν; (καβγᾶν). Πβ. ἁδροσυντυχαίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/