ἁδρότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁδρότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁδρότοπος ὁ, Νάξ. (Σαγκρ.) ἁdρότοπος Νάξ. (Βόθρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁδρὸς καὶ τοῦ οὐσ. τόπος.
Σημασιολογία
Τόπος τραχὺς ἔνθ’ ἀν.: Ἁdρότοπος εἶναι τσ’ ἠσκοτώθηκα νὰ πάω Βόθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA