ἀδυναμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδυναμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδυναμίζω Κρήτ. Κυκλ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. ἀδ’ναμίζου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀδύναμος. Πβ. μεταγν. ἀδυναμῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, καθίσταμαι ἰσχνὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ’Σ τὴ φυλακὴ μ’ ἐβάλανε ὀγιˬὰ ν’ ἀδυναμίσω, μὰ ’γὼ γιˬὰ σένα, Μαριγώ, σὰ ρόδο θεν’ ἀθήσω Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀδυναμιάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA