ἄειδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄειδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄειδωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Λάστ. κ. ἀ.)-Παναθήν. 21,74.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *εἰδωτὸς<βλέπω.
Σημασιολογία
1) Παθ. ὁ μὴ ὁραθεὶς ἔνθ’ ἀν: Ξεβγῆκεν ἄειδωτος ἀπὸ τὸ χωριὸ (Παναθήν. ἔνθ’ ἀν.) 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ πολλὰ ἰδών, ἄπειρος Πελοπν. Πβ. ἄβλεπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA