ἀέρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀέρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀέρι τό, σύνηθ. ἀέριν Κύπρ. ἀγέριν Κύπρ. ἀγέρι Ἀπουλ. Καλαβρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Χίος κ.ἀ. ἀγέρ’ Λέσβ. κ.ἀ. ἄγερ’ Τῆν. ἄγιˬερ᾿ Τῆν. ἀίρι Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) ἀέρι Τσακων.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀέρας.

Σημασιολογία

1) Αὔρα, ἐλαφρὰ πνοὴ ἀνέμου σύνηθ.: Τί ὄμορφο ἀέρι ἐδῶ! σύνηθ. || ᾊσμ. Τ’ ἐπ-πέσασιν ν᾿ ἀναπαυτοῦν ᾿ς τὸ δροσερὸν ἀέριν Κύπρ. Κ᾿ εἶχε τ’ ἀέρι σκέπασμα καὶ τὰ χαλίκιˬα στρῶμα Κρήτ.-Ποίημ. Ἔτσι κιˬ ὁ κλέφτης ἔπινε τὸ δροσερὸ ἀέρι ΑΒαλαωρ. Ἔργ. 2,10 (ἔκδ. Μαρασλῆ). β) Ἀὴρ Ἀπουλ. Κρήτ. κ.ἀ. 2) Κλῖμα τόπου τινὸς σύνηθ.: Ἔρχουdαι γιὰ τ’ ἀέρι (διὰ τὸ καλὸν κλῖμα) Ἄνδρ. Νὰ πάω ᾿ς τὸ χωριˬό, bάς τσ’ ἀλλάξω ἀέρι Σῦρ. 3) Οὐρανὸς Ἀπουλ. 4) Δαιμόνιον βλαβερόν, κακοποιὸν Πελοπν. (Ἦλ.) Τῆν. Τσακων. Τὸ παιδὶ ἔπαθε ἀπ’ ἀγέρι Ἦλ. Συνών. ἀερικὸ 3. β) Νόσημα νευρικόν, οἷον ἐπιληψία, φρενοβλάβεια κττ. Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/