ἀερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀερίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀγερίζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ἀεργίζω Τσακων. ἀιρίζου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀερίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐκθέτω τι εἰς τὸν ἀέρα πρὸς ἀερισμὸν κοιν. καὶ Ποντ. (Ἀμισ. Κερασ.): Βγάζω τὰ ροῦχα ’ς τὴν αὐλὴ νὰ τ’ ἀερίσω. Ἀφίνω ἔξω τὰ σεντόνια ν᾿ ἀεριστοῦν λιγάκι. Ἀνοίγω τὸ παράθυρο ν’ ἀεριστῇ τὸ δωμάτιο κοιν. Ἀέρτσον ὀλίγον τὸ γεργάν’ κ᾿ ἔπαρ’ ’το ἀπέσ᾿ (γεργάν᾿=ἐφάπλωμα) Κερασ. Ἄνοιξον τὰ παράθυρα ν᾿ ἀερίκεται τ᾿ ὁσπίτιν αὐτόθ. Σ ’τάρ’ ἀιρισμένου (σῖτος ἀναρριφθεὶς εἰς τὸν ἀέρα πρὸς καθαρισμὸν ἀπὸ χώματος καὶ κονιορτοῦ) Ἤπ. Πβ. λιχνίζω, ξαερίζω. β) Μέσ. παίρνω τὸν. ἀέρα μου, ἀναψύχομαι Πελοπν. (Λακων.) Χίος: Ἔβγα ν’ ἀεριστῇς λιγάκι Λακων. Ἡ μετοχὴ ἀερισμένος ἐπὶ νοσοῦντος παρουσιάζοντος βελτίωσιν καταστάσεως Πελοπν. (Μάν) Χίος : Ἡ ἄρρωστη εἶναι ἀερισμένη Μάν. Ὁ ἄρρωστος εἶναι πεˬὸ ἀερισμένος σήμερα Χίος. 2) Δροσίζω τινὰ προκαλῶν ρεῦμα ἀέρος πρὸ τοῦ προσώπου του διὰ ριπιδίου ἢ ἄλλου τοιούτου Ἤπ. Ζάκ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ.): Ἀέρισέ με λιγάτσι Μέγαρ. Μὴν τ’ ἀερίζῃς πλεˬὸ τὸ παιδί, θὰ κρυώσῃ αὐτόθ. Ἀέρτσον ὀλίγον τὸν κακᾶν (ἀσθενῆ) Κερασ. β) Ἀπρόσ. φυσᾷ ὀλίγον, δροσίζει Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.): Ἀμα ἀερίστῃ Βόθρ. Ν’ ἀφήσῃς ν’ ἀερίσῃ κ’ ὕστερα νὰ φύῃς Φιλότ. 3) Γίνομαι αἴτιος εἴς τινα ἐλαφροῦ κρυολογήματος Κεφαλλ Παξ.: ᾿Ετσι ποῦ τὸ κρατεῖς γυμνὸ τὸ παιδὶ θἁ dὸ ἀερίσῃς Κεφαλλ. Κἄπως ἐξεσκεπάστηκα τὴ νύχτα κιˬ ἀερίστηκα αὑτόθ. Μοῦ φαίνεσαι ἀερισμένος αὐτόθ. Συνών. κρυολογῶ, κρυώνω. 4) Προσβάλλομαι ὑπὸ ἀερικῶν, ἤτοι κακοποιῶν πνευμάτων Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Παξ. Πβ. ἀερατίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA