ἀερικᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερικᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀερικᾶτος ἐπίθ. Σίφν. ἀγερικᾶτος Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀερικὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Εὐάερος: Σπίτι ἀερικᾶτο. Τόπος ἀερικᾶτος. 2) Ὁ ἔχων ὡραίαν ἐξωτερικὴν παράστασιν, ἐπίχαρις: Ἡ δεῖνα ἤτανε γυναῖκα ἀγερικάτη. Πβ. ἀερᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA