ἀερικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀερικὸς ἐπίθ. Ἄνδρ. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σαλαμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀρικὸς Κίμωλ. ἀιρικὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. ἀγιρ’κὸς Λέσβ. (Πάμφιλ.) Σάμ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῷ ἀέρι Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἑσηκωθήκανε ’ς τὸν ἀγέρα, ἤγουν ἔγιναν ἀερικὲς καὶ ἀπὸ τότες εἶναι οἱ νεράιδες Καλαβρυτ. β) Ὁ ἐκτεθεὶς εἰς τὸν ἀέρα, ὁ ἀερισθεὶς Ἤπ. Κεφαλλ.: ᾊσμ. Χωρὶς σεdόνιˬα ἀγερικὰ δὲν πέφτει νὰ κοιμᾶται Κεφαλλ. Ἐσὺ κοιμᾶσ’ ’ς τὸ πάπλωμα, ’ς τ’ ἀερικὰ σεντόνιˬα Ἤπ. 2) Εὐάερος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Χαλδ.): Σπίτι ἀερικὸ πολλαχ. Ἀγιρ᾽τσὰ κάμαρ’ Πάμφιλ. Ἀγιρ’κὸ μέρος αὐτόθ. Ἀβοῦτο ὁ τόπος πολλὰ ἀερικὸν ἔν᾿ Κερασ. Χαλδ. Συνών. ἀερικᾶτος 1, ἀερινὸς 3, ἀερωπός. 3) Ραγδαῖος, ὁρμητικός, ἐπὶ βροχῆς Κίμωλ.: Ἤκαμε ἀρικὸ νερό. Πβ. ἀερικὸ 2 γ. 4) Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα ἀέρος,ἀερόχρους, οὐρανόχρους ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 29: Ποίημ. Ὀλίγο λίγο ἀπόσβησε τὸ ἀγερικό της χρῶμα. Συνών. ἀέρινος 2. 5) Ὁ ἔχων χάριν, ἐπίχαρις, ἐπὶ ἀνθρώπου Λέσβ. (Πάμφιλ.): Ἀγιρ’κὸς ἄθριπους, ἀγιρ’τσὰ κουπέλλα, ἀγιρ’κὸ μουρό 6) Δαιμονικὸς Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ.: Ἀφουρ’σμέ᾿ ράχ’! ’Σ αὐτὴν παρουσιάζουντι ἀγιρ’κὰ πράματα Φθιῶτ. Πβ. ἀερικὸ 3. β) Μεταφ. ὁ ἔχων πνεῦμα δόλιον, πανοῦργος Πόντ. (Χαλδ.): Ἀερικὸς ἄνθρωπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA