ἀερινότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερινότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀερινότοπος ὁ, Κυκλ. ἀερ’νότοπος Κυκλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀερινὸς καὶ τοῦ οὐσ. τόπος.
Σημασιολογία
Τόπος εὐάερος, ἀερινός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA