ἀέρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀέρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀέρισμα τό, σύνηθ. ἀέρισμαν Πόντ. ἀίρισμαν ἀγέρισμαν Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ. τοῦ ρ. ἀερίζω.

Σημασιολογία

1) Ἔκθεσις πράγματός τινος εἰς τὸν ἀέρα, ἀερισμὸς σύνηθ. καὶ Πόντ.: Ἀσπάλ’ τὸ παραθύρ’, τ’ ὁσπίτ’ πολλὰ ἀέρισμαν ’πὶ θέλ’ (ἀσπάλ’=κλεῖσε) Πόντ. Τῆ γεργανί τ’ ἀγέρισμαν (γεργανί=ἐφαπλώματος) αὐτόθ. Συνών. ἀερισμός. 2) Προσβολὴ τοῦ σώματος ὑπὸ ρεύματος ἀέρος, ἐλαφρὸν κρυολόγημα Κεφαλλ.: Ἄλλο εἶναι τ᾿ ἀγέρισμα κιˬ ἄλλο εἶναι ἢ πόdα (πνευμονία). 3) Προσβολὴ ὑπὸ τοῦ κακοποιοῦ δαίμονος, ἀερικοῦ Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/