Objets Tous les centres

<< 10 10 >>

Total: 316214

thermal diffusion

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

thermal energy

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το τμήμα της εσωτερικής ενέργειας το οποίο είναι υπεύθυνο για τη θερμοκρασία ενός σώματος. Η θερμική ενέργεια οφείλεται στην κινητική ενέργεια των μορίων ενός σώματος.

thermal energy storage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η εκτός ωρών αιχμής (νυχτερινή) αποθήκευση θερμικής ενέργειας προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της επόμενης ημέρας χωρίς την επιβάρυνση τυχόν τιμολογίου ωρών αιχμής.

thermal envelope house

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός οικίας (επίσης γνωστής ως οικίας διπλού κελύφους) σύμφωνα με τον οποίο χρησιμοποιείται διπλό κέλυφος με συνεχές διάκενο αέρα τουλάχιστον 15-20 εκατοστών (cm) στον βόρειο και νότιο τοίχο, την οροφή και το πάτωμα. Αυτό επιτυγχάνεται με την κατασκευή εσωτερικών και εξωτερικών τοίχων, χαμηλού υπογείου κάτω από το πάτωμα και ενός αβαθούς χώρου σοφίτας κάτω από τη στέγη. Οι ανατολικοί και δυτικοί τοίχοι είναι ενιαίοι, συμβατικοί τοίχοι. Μια μονωτική ζωνή αέρα που κυκλοφορεί και θερμαίνεται από τον ήλιο, θερμαίνει το εσωτερικό κέλυφος της οικίας. Το στραμμένο προς τον νότο διάκενο αέρα μπορεί να έχει διπλή λειτουργία ως ηλιακός χώρος ή θερμοκήπιο....

thermal mass

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Υλικά που αποθηκεύουν θερμότητα.

thermal resistance

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ικανότητα ενός υλικού να αντιστέκεται στη μεταφορά θερμότητας.

thermal storage walls

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τοίχος θερμοαποθήκευσης είναι ο τοίχος ο στραμμένος προς τον νότο ο οποίος είναι εξωτερικά υαλωμένος. Η ηλιακή θερμότητα προσπίπτει στην υάλωση και απορροφάται από τον τοίχο, ο οποίος μεταδίδει τη θερμότητα στην αίθουσα με την πάροδο του χρόνου. Οι τοίχοι έχουν πάχος τουλάχιστον 20 εκατοστά (cm). Γενικά όσο παχύτερος είναι ο τοίχος, τόσο λιγότερο αυξομειώνεται η εσωτερική θερμοκρασία.

thermochemistry

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

thermocouple

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία αποτελείται από δύο ανόμοιους μεταλλικούς αγωγούς με τα άκρα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Όταν οι δύο επαφές έχουν διαφορετική θερμοκρασία δημιουργείται μικρή τάση.

thermodynamic cycle

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Διαδικασία κατά την οποία ένα υγρό λειτουργίας (νερό, αέρας, αμμωνία, κ.λπ.) μεταβάλλει διαδοχικά την κατάστασή του (από υγρό σε αέριο και ξανά σε υγρό) με σκοπό την παραγωγή ωφέλιμου έργου ή ενέργειας ή τη μεταφορά ενέργειας.

thermography

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τεχνική ενεργειακού ελέγχου κτηρίων για εντοπισμό περιοχών ελλιπούς μόνωσης στο κέλυφος του κτηρίου με θερμογραφική κάμερα.

thermokinetik fuel equivalent

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>