exercer une activité professionnelle

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

exercer une activité professionnelle

to practise a profession, to engage in a professional activity

Ελληνική απόδοση όρου

άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας

Θεματική ενότητα

Οικονομία

Παρατηρήσεις-Σχόλια

βλ. activité | δραστηριότητα

Τόμος

3-4

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

1990

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/