matière autochtone
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
matière autochtone
autochthonous matter
Ελληνική απόδοση όρου
αυτόχθονη ύλη
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Οργανική ύλη που βρίσκεται σε μία λίμνη και η οποία παράγεται εντός της λίμνης αυτής, όπως νεκρά φυτά και ζώα και μερικά από τα παραπροϊόντα της διάσπασής τους.
Θεματική ενότητα
Όξινη βροχή
Τόμος
7
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2000
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA