mélanome
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
mélanome
melanoma
Ελληνική απόδοση όρου
μελάνωμα
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Όγκος δέρματος σχηματιζόμενος ή από κύτταρα που περιέχουν χρωστική ή από κύτταρα, τους μελανοβλάστες, ικανά να τη δημιουργήσουν.
Θεματική ενότητα
Όζον
Τόμος
7
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2000
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA