cathode
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
cathode
Ελληνική απόδοση όρου
κάθοδος
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Ο αρνητικός πόλος ή το ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, λυχνίας κενού κ.λπ., από όπου τα ηλεκτρόνια εισέρχονται στο σύστημα το αντίθετο της ανόδου.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA