expanded polystyrene
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
expanded polystyrene
Ελληνική απόδοση όρου
διογκωμένη πολυστερίνη
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Τύπος μόνωσης η οποία διαμορφώνεται ή εξαπλώνεται, ώστε να δημιουργεί χοντρές, κλειστές κυψέλες που περιέχουν αέρα. Η συμπαγής κυψελοειδής δομή παρέχει θερμική και ακουστική μόνωση, σταθερότητα με μικρό βάρος και κάλυψη με μικρές θερμικές απώλειες. Χρησιμοποιείται συχνά για την μόνωση δομικών στοιχείων των κτηρίων.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA