fan coil
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
fan coil
Ελληνική απόδοση όρου
τοπική κλιματιστική μονάδα
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Τοπική κλιματιστική μονάδα, τύπου ανεμιστήρα, με εναλλάκτη μέσα στον οποίο κυκλοφορεί υγρό, όπως νερό. Ο ανεμιστήρας φυσά τον αέρα επάνω από τον εναλλάκτη, για να κατανείμει τη θερμότητα ή τον ψυχρό αέρα σε διαφορετικούς χώρους.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA