gasoline
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
gasoline
Ελληνική απόδοση όρου
βενζίνη
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Προϊόν διυλισμένου πετρελαίου, κατάλληλο για χρήση ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής ανάφλεξης.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA