methanol (CH3OH ; methyl alcohol or wood alcohol)

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

methanol (CH3OH ; methyl alcohol or wood alcohol)

Ελληνική απόδοση όρου

μεθανόλη

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Διαυγές, άχρωμο, πολύ κινητικό υγρό, εύφλεκτο και δηλητηριώδες, το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή ως πρόσθετο καυσίμων, καθώς και για την παραγωγή χημικών ουσιών.

Θεματική ενότητα

Ενεργειακή Τεχνολογία

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/