power

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

power

Ελληνική απόδοση όρου

ισχύς (P)

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Ενέργεια η οποία είναι ικανή ή διαθέσιμη για επιτέλεση έργου. Μετράται σε ίππους (hp), βατ (W), ή Btu ανά ώρα (Btu/h).

Θεματική ενότητα

Ενεργειακή Τεχνολογία

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/