pressure drop
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
pressure drop
Ελληνική απόδοση όρου
πτώση πίεσης
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Η απώλεια μέρους της στατικής πίεσης ενός ρευστού (υγρού ή αερίου) σε ένα σύστημα, η οποία οφείλεται στις τριβές των σωληνώσεων, βαλβίδων, ενώσεων, ρυθμίσεων, καυστήρων κ.λπ.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA