επιτεύξιμος, -η, -ο

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

επιτεύξιμος, -η, -ο

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Γενικώς με τη λεύκανση όσο πιο λευκά είναι τα δόντια τόσο λιγότερη βελτίωση στο χρώμα είναι επιτεύξιμη»

Παραπομπή

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23-10-07

Παράθεμα χρήσης

«...κλιμάκωσαν την αναπτυξιακή τους προσπάθεια σε μεσοπρόθεσμους επιτεύξιμους στόχους που πάσχισαν να πετυχαίνουν τον έναν μετά τον άλλο»

Παραπομπή

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26-2-06, σελ. 14

Τόμος

9-10

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2009

Περισσότερα...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/