ετερόπλευρος, -η, -ο

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

ετερόπλευρος, -η, -ο

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Περικογχικό οίδημα. Προσβάλλει κυρίως το άνω βλέφαρο και συνίσταται σε ερυθηματώδη και οιδαλέα εμφάνιση, ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη, η οποία προσβάλλει βαθμιαίως και το κάτω βλέφαρο»

Παραπομπή

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16-10-07, σελ. 4.24

Παράθεμα χρήσης

«Η αναστροζόλη περιόρισε τους ετερόπλευρους καρκίνους του μαστού σε γυναίκες με όγκους ευαίσθητους στις ορμόνες»

Παραπομπή

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-6-02

Τόμος

9-10

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2009

Περισσότερα...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/