θυσιαστικός, -ή, -ό

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

θυσιαστικός, -ή, -ό

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Καλείται, δηλαδή, να είναι μια πράξη θυσιαστική κι όχι κατακτητική»

Παραπομπή

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23-10-07, σελ. 69

Παράθεμα χρήσης

«Ο σημερινός αρχηγός του είναι ένας Ορέστης στη “φυλή του Αντρέα” που “βάζει τέλος στον θυσιαστικό κύκλο” »

Παραπομπή

ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-11-05, σελ. A30

Τόμος

9-10

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2009

Περισσότερα...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/