μερισματοφόρος, -ος/-α, -ο
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
μερισματοφόρος, -ος/-α, -ο
Μέρος του Λόγου
Επίθετο
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, βέβαια, τον τόνο στις “μερισματοφόρες” βιομηχανίες δίνουν οι μεγάλες και πλέον κερδοφόρες, οι οποίες διαμορφώνουν και τη συνολική εξέλιξη των μερισμάτων»
Παραπομπή
ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-5-05, σελ. Β12
Τόμος
9-10
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2009
Περισσότερα...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA