οστεοπορωτικός, -ή, -ό

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

οστεοπορωτικός, -ή, -ό

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη σε ασθενείς με κάταγμα ισχίου δείχνει ότι το ζολεδρονικό οξύ ελάττωσε τα επόμενα οστεοπορωτικά κατάγματα κατά 35% και τη θνησιμότητα κατά 28%»

Παραπομπή

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 19-10-07, σελ. 49

Παράθεμα χρήσης

«Εκτιμάται ότι μία στις τρεις γυναίκες και ένας στους οκτώ άνδρες θα υποστούν τουλάχιστον ένα οστεοπορωτικό κάταγμα κατά τη διάρκεια της ζωής τους...»

Παραπομπή

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15-6-06

Τόμος

9-10

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2009

Περισσότερα...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/