vieillissement
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
vieillissement
Ελληνική απόδοση όρου
γήρανση
Περιγραφική ερμηνεία όρου
1.Μεταβολή με την πάροδο της ηλικίας κάθε ζώντος οργανισμού. 2.Κατ επέκταση, αύξηση της αναλογίας των ατόμων τρίτης ηλικίας μέσα σε μία κοινωνική ή πληθυσμιακή ομάδα. (Τομέας : Ιατρική / Κοινωνικές επιστήμες / Γεροντολογία / Γήρανση)
Θεματική ενότητα
Γεροντολογία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
Σημείωση : Αν ορισμένοι ρυθμοί στην πορεία αυτή είναι ανατρέψιμοι, το σύνολο είναι ή φαίνεται μη ανατρέψιμο. Η εξελικτική αυτή πορεία προκύπτει από το σύνθετο παιχνίδι της ανάπτυξης, όπως η αύξηση του σωματικού ύψους, των φυσιολογικών αναστροφών, όπως η μείωση της οπτικής οξύτητας ή των διαφόρων εξισωτικών στοιχείων που ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Τόμος
6
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1997
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA