combustion (nucléaire)
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
combustion (nucléaire)
(nuclear) burn up
Ελληνική απόδοση όρου
καύση (πυρηνική)
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Πυρηνική μετατροπή ατόμων που προκαλείται από τη λειτουργία ενός αντιδραστήρα. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για το πυρηνικό καύσιμο ή άλλες ύλες.
Θεματική ενότητα
Πυρηνική τεχνολογία
Τόμος
6
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1997
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA