stria
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
stria
Ελληνική απόδοση όρου
ράβδωση
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Ελάττωμα οπτικού γυαλιού ή κυτταρίνης που συνίσταται σε έντονα καθορισμένες ραβδώσεις διαφανούς υλικού, που έχει ελαφρώς διαφορετικό δείκτη διάθλασης από το σώμα του υπόλοιπου υλικού
Θεματική ενότητα
Μικροφωτογραφική
Τόμος
2
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1988
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA