Objets Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Total: 11615

solar collector

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία χρησιμοποιείται, για να συλλέξει, να απορροφήσει και να μεταφέρει ηλιακή ενέργεια σε ένα ρευστό λειτουργίας.

solar constant

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η μέση ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας η οποία φθάνει στην ανώτερη ατμόσφαιρα της γης σε επιφάνεια κάθετη στις ακτίνες του ηλίου. Ισούται με 1.355 βατ ανά τετραγωνικό μέτρο (W/m2).

solar cooling

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η χρήση ηλιακής θερμικής ενέργειας ή ηλιακής ηλεκτρικής ενέργειας για την τροφοδότηση ψυκτικής συσκευής. Υπάρχουν πέντε βασικοί τύποι τεχνολογιών ηλιακής ψύξης : α.η ψύξη απορρόφησης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιεί ηλιακή θερμική ενέργεια, για να εξατμίζει το ψυκτικό ρευστό β.η ψύξη αφύγρανσης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιεί την ηλιακή θερμική ενέργεια, για να ανανεώνει την αφυγραντική ουσία γ.η ψύξη συμπίεσης ατμού, η οποία μπορεί να χρησιμοποιεί την ηλιακή θερμική ενέργεια, για να θέσει σε λειτουργία κινητήρα θέρμανσης κύκλου Rankine δ.εξατμιστικοί ψύκτες ε.αντλίες θερμότητας και κλιματιστικά μηχανήματα, τα οποία μπορούν να τροφοδοτούνται από ηλιακά φωτοβολταϊκά συστήματα....

solar declination

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ορατή γωνία του ηλίου βόρεια ή νότια του ισημερινού επιπέδου της γης. Η περιστροφή της γης στον άξονά της προκαλεί καθημερινή μεταβολή στην απόκλιση.

solar energy

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ηλεκτρομαγνητική ενέργεια η οποία μεταδίδεται από τον ήλιο (ηλιακή ακτινοβολία). Το ποσό που φθάνει στη γη είναι ίσο με ένα δισεκατομμυριοστό της συνολικής παραγόμενης ηλιακής ενέργειας ή ισούται με το ισοδύναμο περίπου 420 τρισεκατομμυρίων κιλοβατωρών (KW/h).

solar film

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

solar fraction

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η εκατοστιαία αναλογία των εποχικών απαιτήσεων ενός κτηρίου σε ενέργεια, οι οποίες μπορούν να ικανοποιηθούν από μία συσκευή ή από ένα σύστημα ηλιακής ενέργειας.

solar furnace

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία επιτυγχάνει ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες με τη χρήση ανακλαστήρων, για να εστιάσει και να συγκεντρώσει το φως του ηλίου σε ένα σημείο, στο οποίο τοποθετείται το μαγειρικό σκεύος.

solar gain

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ποσότητα ενέργειας την οποία απορροφά ένα κτήριο από την ηλιακή ενέργεια, που προσπίπτει στο εξωτερικό του και διοχετεύεται στο εσωτερικό του ή που περνάει μέσω των παραθύρων και απορροφάται από υλικά του κτηρίου.

solar irradiation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

solar mass

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση και αποθήκευση της ηλιακής ενέργειας.

solar module

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Όρος ο οποίος χρησιμοποιείται εν γένει για μεμονωμένους ηλιακούς συλλέκτες και συχνά για ηλιακούς φωτοβολταϊκούς συλλέκτες.
<< 10 10 >>