α) σπάζω (λέγεται για επιτυχημένη βολή στα αγωνίσματα πήλινου στόχου, ο οποίος εκτοξεύεται από μηχανή) β) «σπάζω» το όπλο (λέγεται για τα δίκαννα, όπου ανοίγοντας το όπλο -για γέμιση ή απογέμιση- μοιάζει σαν να έχει σπάσει σε δύο κομμάτια)
Ενότητα:
Ελληνική Ορολογία Ολυμπιακών Αθλημάτων
Ορολογία στην Ελληνική
α) σπάζω (λέγεται για επιτυχημένη βολή στα αγωνίσματα πήλινου στόχου, ο οποίος εκτοξεύεται από μηχανή) β) «σπάζω» το όπλο (λέγεται για τα δίκαννα, όπου ανοίγοντας το όπλο -για γέμιση ή απογέμιση- μοιάζει σαν να έχει σπάσει σε δύο κομμάτια)
Άθλημα
Σκοποβολή
Ορολογία στην Αγγλική
break (to)
Ορολογία στη Γαλλική
casser
Υπερσύνδεσμοι
http://www.olympic.org/shooting, http://www.skoe.gr
Σελίδα εμφάνισης εικόνας
242
Αύξων αριθμός όρου στον τόμο ΔΕΟΝ
3274
Τόμος
8
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2004
Περισσότερα...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA