le gain (spéculatif) à la faveur d' une inflation
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
le gain (spéculatif) à la faveur d' une inflation
inflation(ary) gain
inflationary profit
Ελληνική απόδοση όρου
πληθωριστικό κέρδος
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. gain | κέρδος,βελτίωση,αποδοχές
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA