l' activité d' investissement s' affaiblit
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
l' activité d' investissement s' affaiblit
investment falls / weakens
Ελληνική απόδοση όρου
η επένδυση εξασθενεί
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. investissement | επένδυση
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA