jouer un rôle de stabilisateur conjoncturel
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
jouer un rôle de stabilisateur conjoncturel
to play a role of economic stabilization
Ελληνική απόδοση όρου
παράγοντας σταθεροποίησης της οικονομικής συγκυρίας
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. stabilisateur | σταθεροποιητής
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA