érythémateux
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
érythémateux
erythematous
Ελληνική απόδοση όρου
ερυθηματώδης, ερυθηματικός
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Σχετικός με το ερύθημα ή χαρακτηριστικός του ερυθήματος.
Θεματική ενότητα
Όζον
Τόμος
7
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2000
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA