kératogène

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

kératogène

keratogenetic

Ελληνική απόδοση όρου

κερατογενετικός

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Αυτός που διεγείρει την παραγωγή κερατίνης ή κερατοειδούς ιστού.

Θεματική ενότητα

Όζον

Τόμος

7

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2000

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/