condensate
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
condensate
Ελληνική απόδοση όρου
συμπύκνωμα
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Το υγρό το οποίο προκύπτει, όταν υδρατμοί έρχονται σε επαφή με ψυχρή επιφάνεια. Επίσης, το υγρό που προκύπτει όταν ένα ατμοποιημένο ενεργό ρευστό (όπως ένα ψυκτικό μέσο) ψύχεται ή αποσυμπιέζεται.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA