kilowatt (KW)
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
kilowatt (KW)
Ελληνική απόδοση όρου
κιλοβάτ (KW)
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής ισχύος ίση πρός 1.000 βατ (W) ή ίση προς την κατανάλωση ενέργειας, με ρυθμό 1.000 τζάουλ ανά δευτερόλεπτο (J/s).
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA