semiconductor

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

semiconductor

Ελληνική απόδοση όρου

ημιαγωγός

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Οποιοδήποτε υλικό με περιορισμένη ικανότητα διέλευσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Ορισμένοι ημιαγωγοί, όπως το πυρίτιο, το αρσενικούχο γάλλιο κ.λπ. ανταποκρίνονται εξαιρετικά στη διαδικασία φωτοβολταϊκής μετατροπής.

Θεματική ενότητα

Ενεργειακή Τεχνολογία

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/