tungsten halogen lamp
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
tungsten halogen lamp
Ελληνική απόδοση όρου
λαμπτήρας αλογόνου - βολφραμίου
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Τύπος λαμπτήρα πυρακτώσεως ο οποίος περιέχει αέριο αλογόνου στο σφαιρικό του μέρος, που μειώνει το ποσοστό εξάτμισης του νήματος πυρακτώσεως αυξάνοντας τη διάρκεια ζωής του λαμπτήρα. Η υψηλή θερμοκρασία λειτουργίας και η ανάγκη για ειδικά φωτιστικά σώματα περιορίζει τη χρήση του σε εμπορικές εφαρμογές και στη χρήση λαμπτήρων προβολέα και άλλων φωτιστικών συσκευών.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA