volt

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

volt

Ελληνική απόδοση όρου

βολτ (V)

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Μονάδα ηλεκτρικής δύναμης ίσης με την ποσότητα ηλεκτρεγερτικής δύναμης η οποία προκαλεί σταθερό ρεύμα ενός αμπέρ (A) να διατρέξει αντίσταση 1ωμ (Ω).

Θεματική ενότητα

Ενεργειακή Τεχνολογία

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/