παραχωρησιούχος, -ος, -ο / παραχωρησιούχος (ουσ.)

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

παραχωρησιούχος, -ος, -ο / παραχωρησιούχος (ουσ.)

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Όπως έγινε γνωστό, η άδεια δόθηκε από την παραχωρησιούχο εταιρεία “Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου” για εναλλακτική κυκλοφορία των οχημάτων ανά διαδρομή στο ένα ρεύμα»

Παραπομπή

ΤΑ ΝΕΑ (ηλ. έκδ.), 23-4-2010

Παράθεμα χρήσης

«Αύξηση στην τιμή του διοδίου της Αττικής οδού κατά 0,10 ευρώ ζητεί η παραχωρησιούχος κοινοπραξία από το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, το οποίο όμως δεν φαίνεται να συναινεί»

Παραπομπή

ΤΟ ΒΗΜΑ (ηλ. έκδ.), 10-2-2010

Παράθεμα χρήσης

«Παραχωρησιούχος αναδείχθηκε η κοινοπραξία “Μωρέας”, η οποία θα αναλάβει την κατασκευή 100 χλμ. νέου αυτοκινητόδρομου και τη βελτίωση και συντήρηση ακόμα 60 χλμ., έχοντας ορίζοντα ολοκλήρωσης του κατασκευαστικού σκέλους το 2011 και δικαίωμα εκμετάλλευσης για 30 χρόνια»

Παραπομπή

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ηλ. έκδ.), 1-2-2007

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/