πολυμερικός, -ή, -ό
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
πολυμερικός, -ή, -ό
Μέρος του Λόγου
Επίθετο
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας έλυσαν το πρόβλημα, καθώς κατασκεύασαν ένα νέου τύπου πολυμερικό “φωτογραφικό” υλικό πάνω στο οποίο απεικονίζεται η τρισδιάστατη εικόνα ενός ανθρώπου, την οποία λαμβάνουν πολλές κάμερες ταυτόχρονα από κάθε πλευρά»
Παραπομπή
ΤΑ ΝΕΑ (ηλ. έκδ.), 5-11-2010
Παράθεμα χρήσης
«Τα κενά ανάμεσα στα φύλλα συμπληρώθηκαν με πολυμερικό υλικό»
Παραπομπή
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ηλ. έκδ.), 9-12-2008
Παράθεμα χρήσης
«Με τη συσκευή αυτή, εξηγεί ο κ. Λ., οι ενδιαφερόμενοι ανασύροντας μια πολυμερική μεμβράνη θα βρίσκουν αποτυπωμένες όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται από οποιοδήποτε έντυπο μέσο»
Παραπομπή
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ηλ. έκδ.), 5-8-2007
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA