αναστοχαστικός, -ή, -ό
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
αναστοχαστικός, -ή, -ό
Μέρος του Λόγου
Επίθετο
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Στην αναστοχαστική κοινωνία, η παράδοση δεν εκλείπει, αλλά πρέπει να υπερασπίσει τον εαυτό της έναντι άλλων παραδόσεων: οφείλει να δίνει λόγο για τις πρακτικές της και είναι, δυνητικά αναθεωρήσιμη»
Παραπομπή
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13-4-08, σελ. 35
Παράθεμα χρήσης
«...η νέα του σύλληψη ανταποδίδει στους πατέρες τα χρεωστούμενα, χωρίς να απολύει τον παραληρηματικό τόνο της φωνής του (στο πρώτο μέρος) και τον αναστοχαστικό λυρισμό (στο δεύτερο)»
Παραπομπή
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Βιβλιοθήκη), 1-6-07
Τόμος
9-10
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2009
Περισσότερα...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA