πολυεστιακός, -ή, -ό
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
πολυεστιακός, -ή, -ό
Μέρος του Λόγου
Επίθετο
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Όλα αυτά μέχρι πριν από λίγες μέρες που δοκίμασα του πρώτους πολυεστιακούς φακούς μου»
Παραπομπή
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5-2-08, σελ. 63
Παράθεμα χρήσης
«Όχι με τον λόγο του ιστορικού, αλλά με εκείνον της τέχνης, της πολυφωνίας, της πολυεστιακής οπτικής, της βυθομέτρησης του υποκειμενικού λαβυρίνθου και των “αντικειμενικών” παραγόντων»
Παραπομπή
ΤΑ ΝΕΑ, 14/15-7-07, σελ. 9
Τόμος
9-10
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2009
Περισσότερα...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA