φαντασιωτικός, -ή, -ό
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
φαντασιωτικός, -ή, -ό
Μέρος του Λόγου
Επίθετο
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Όλος μάλιστα ο καταγγελτικός λόγος εκτυλίσσεται μέσα σε μια φαντασιωτική παράκρουση για συνωμοσίες, μηχανορραφίες, στοές, επιβουλές, αδικοπραγίες κ.ά...»
Παραπομπή
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 28-6-08
Παράθεμα χρήσης
«Σε όλους μας άλλωστε δεν υπάρχει ένα φαντασιωτικό ή πραγματικό έλλειμα αγάπης, ό,τι και αν αυτό σημαίνει;»
Παραπομπή
ΤΑ ΝΕΑ, 18-1-07, σελ. 6
Τόμος
9-10
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2009
Περισσότερα...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA